πυριατήρια

πυριατήρια
πυριᾱτήρια , πυριατήριον
vapour-bath
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • БАНИ —    • Balneum, balineum,          βαλανει̃ον, называлось простое приспособление для купанья, a balineae или balneae баня, купальня в собственном смысле.     I. Купальни у греков не в такой степени, как у римлян, были предметом роскоши и… …   Реальный словарь классических древностей

  • πυριατήριο — το / πυριατήριον, ΝΑ, και ιων. τ. πυριητήριον Α νεοελλ. χημ. συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά, βιοχημικά κ.ά. εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων ουσιών και οργάνων, το οποίο αποτελείται από ένα μεταλλικό κιβώτιο με διπλά τοιχώματα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”